ἀλλοτρίαις

ἀλλοτρίαις
ἀλλότριος
of
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… …   Dictionary of Greek

  • ομωνυμία — η (ΑΜ ὁμωνυμία) [ομώνυμος] 1. το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο όνομα με κάποιον ή κάτι άλλο, ταυτότητα ονόματος 2. (ρητ.) η επανάληψη μιας λέξης με διαφορετική ή και με αντίθετη σημασία, αλλ. ανάκλαση νεοελλ. μαθημ. η ύπαρξη τού ίδιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”